- ανθυφίσταμαι
- ἀνθυφίσταμαι (AM)μσν.αναλαμβάνω υποχρέωσηαρχ.αναλαμβάνω τα βάρη μιας χορηγίας σε ανταγωνισμό με κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθυπέστησαν — ἀνθυφίσταμαι undertake for aor ind act 3rd pl ἀνθυφίσταμαι undertake for aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυφεστῶτα — ἀνθυφίσταμαι undertake for perf part act neut nom/voc/acc pl ἀνθυφίσταμαι undertake for perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυποστῆναι — ἀνθυφίσταμαι undertake for aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυπέστη — ἀνθυφίσταμαι undertake for aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθυφίστησιν — ἀνθυφίσταμαι undertake for pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)